μεταλλουργείο(ν)

μεταλλουργείο(ν)
το металлургический завод

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεταλλουργείο(ν)" в других словарях:

  • μεταλλουργείο — το (Α μεταλλουργεῑον) [μεταλλουργός] νεοελλ. εργοστάσιο όπου γίνεται η εξαγωγή τών μεταλλευμάτων από τα ορυκτά και η κατεργασία τών μετάλλων αρχ. μεταλλείο, ορυχείο …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργείο — το εργαστήριο όπου γίνεται η κατεργασία των μετάλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυτήριο — το μεταλλουργείο όπου λιώνουν τα μέταλλα και τα χύνουν σε καλούπια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»